- θρασίμι
- το-ιού, ψοφίμι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θρασίμι — και θνασίμι και χρασίμι, το 1. ψοφίμι 2. (για ανθρώπους) θρασύδειλος, αυθάδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασόν (< αρχ. επίθ. σαθρόν, με μετάθεση) + κατάλ. ίμι (πρβλ. ψοφίμι). Κατ άλλους από το αρχ. επίθ. θηράσιμον «αυτό που μπορεί να θηρευθεί»] … Dictionary of Greek
-ίμι — κατάλ. ουδ. ουσ. τής Νέας Ελληνικής, η οποία προήλθε από αρχ. τ. σε ιμαῑον, ουδ. τής κατάλ. ιμαῑος (πρβλ. κλοπ ιμαίος), δηλ. ίμι < ίμιο < ιμαιο (συνίζηση) < ίμαιον < ιμαῑον. Οι λ. σε ίμι είναι: αγρίμι, δεξίμι, θρασίμι, κλεψίμι, ψοφίμι … Dictionary of Greek
ψοφίμι — το 1. πτώμα ζώου, θρασίμι: Τα αρπαχτικά πουλιά έπεσαν πάνω στο ψοφίμι. 2. άνθρωπος αδύνατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)